ῥοδόεις — of roses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… … Dictionary of Greek
ῥοδόεν — ῥοδόεις of roses masc voc sg ῥοδόεις of roses neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεντα — ῥοδόεις of roses neut nom/voc/acc pl ῥοδόεις of roses masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδοεσσῶν — ῥοδόεις of roses fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδοέσσης — ῥοδόεις of roses fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεντι — ῥοδόεις of roses masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεντος — ῥοδόεις of roses masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεσσα — ῥοδόεις of roses fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεσσαν — ῥοδόεις of roses fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδόεντ' — ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses neut nom/voc/acc pl ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses masc acc sg ῥοδόεντι , ῥοδόεις of roses masc/neut dat sg ῥοδόεντε , ῥοδόεις of roses masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)